- αρθριτικός
- arthritique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀρθριτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθριτικός — ή, ό (Α ἀρθριτικός, ή, όν) [αρθρίτιδα] 1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα 2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά η αρθρίτιδα νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα αρχ. αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος … Dictionary of Greek
αρθριτικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από αρθρίτιδα· το ουδ. ως ουσ., τα αρθριτικά η αρρώστια αρθριτισμός: Κάνει ζεστά μπάνια, γιατί υποφέρει από αρθριτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρθριτικά — ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc pl ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc/acc dual ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικῶν — ἀρθριτικός of fem gen pl ἀρθριτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικόν — ἀρθριτικός of masc acc sg ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικαῖς — ἀρθριτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικαί — ἀρθριτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖς — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖσι — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖσιν — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)